- φρυγανιάζω
- Νβλ. φρυγανίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρυγανίζω — ΝΜΑ, και φρυγανιάζω Ν [φρύγανον] νεοελλ. 1. ψήνω φέτες ψωμί, κάνω φρυγανιές 2. (ως αμτβ. στον τ. φρυγανιάζω) ξηραίνομαι μσν. αρχ. μαζεύω φρύγανα για καύση … Dictionary of Greek